- ευκόρυφος
- εὐκόρυφος, -ον (Α)1. αυτός που έχει ωραίο κεφάλι2. (για ύφος λόγου) περίοδος που τελειώνει ωραία και γλαφυρά («εὐκόρυφοι καὶ εὔγραμμοι περίοδοι», Διον. Αλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐκορύφους — εὐκόρυφος with handsome head masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκόρυφοι — εὐκόρυφος with handsome head masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek